ψευδοπατριώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδοπατριώτης οι ψευδοπατριώτες
      γενική του ψευδοπατριώτη των ψευδοπατριωτών
    αιτιατική τον ψευδοπατριώτη τους ψευδοπατριώτες
     κλητική ψευδοπατριώτη ψευδοπατριώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδοπατριώτης < ψεύδος + πατριώτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευδοπατριώτης αρσενικό (και ψευτοπρατριώτης)

  1. αυτός που από δειλία παριστάνει τον πατριώτη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
  2. αυτός που συνειδητά εκμεταλλεύεται το λαϊκό αίσθημα για την φιλοπατρία και εμφανίζει τις επιλογές του ως πατριωτικές, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]