ψευδοπατριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδοπατριώτης αρσενικό (και ψευτοπρατριώτης)
- αυτός που από δειλία παριστάνει τον πατριώτη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
- αυτός που συνειδητά εκμεταλλεύεται το λαϊκό αίσθημα για την φιλοπατρία και εμφανίζει τις επιλογές του ως πατριωτικές, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδοπατριώτης
|