ψευτοπαλικαράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευτοπαλικαράς οι ψευτοπαλικαράδες
      γενική του ψευτοπαλικαρά των ψευτοπαλικαράδων
    αιτιατική τον ψευτοπαλικαρά τους ψευτοπαλικαράδες
     κλητική ψευτοπαλικαρά ψευτοπαλικαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευτοπαλικαράς < ψευτο- + παλικαράς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pse.fto.pa.li.kaˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐το‐πα‐λι‐κα‐ράς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευτοπαλικαράς αρσενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]