ψευτοπαλικαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pse.fto.pa.li.kaˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐το‐πα‐λι‐κα‐ράς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευτοπαλικαράς αρσενικό
- αυτός που παριστάνει τον παλικαρά, τον νταή, ο θρασύδειλος