ψυχαγωγούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψυχαγωγοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ψυχαγωγούμαι, π.αόρ.: ψυχαγωγήθηηκα, μτχ.π.π.: ψυχαγωγημένος