ψυχισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχισμός οι ψυχισμοί
      γενική του ψυχισμού των ψυχισμών
    αιτιατική τον ψυχισμό τους ψυχισμούς
     κλητική ψυχισμέ ψυχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική psychisme[1] < psychique < ψυχή + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχισμός αρσενικό

  1. ο ψυχικός κόσμος του ατόμου, η ψυχική λειτουργία του
    έχει διαταραγμένο ψυχισμό
    η διερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού είναι αντικείμενο κυρίως της ψυχολογίας, της ψυχιατρικής, αλλά και της κοινωνιολογίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]