ψυχολογούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχολογούμαι < ψυχολογώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ψυχολογούμαι
- με ψυχολογεί ένας ειδικός ή κάποιο άλλο άτομο, κάποιος αναλύει τον δικό μου ψυχισμό (σπάνια χρήση, συνήθως χρησιμοποιείται περίφραση του ενεργητικού ρήματος)
- Είναι άτομο που δεν ψυχολογείται εύκολα -Είναι άτομο που δεν μπορείς να το ψυχολογήσεις εύκολα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχολογούμαι
|