ψυχολογούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχολογούμαι < ψυχολογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ψυχολογούμαι

  1. με ψυχολογεί ένας ειδικός ή κάποιο άλλο άτομο, κάποιος αναλύει τον δικό μου ψυχισμό (σπάνια χρήση, συνήθως χρησιμοποιείται περίφραση του ενεργητικού ρήματος)
    Είναι άτομο που δεν ψυχολογείται εύκολα -Είναι άτομο που δεν μπορείς να το ψυχολογήσεις εύκολα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]