ψυχοπαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψυχοπαθής | η | ψυχοπαθής | το | ψυχοπαθές |
γενική | του | ψυχοπαθούς* | της | ψυχοπαθούς | του | ψυχοπαθούς |
αιτιατική | τον | ψυχοπαθή | την | ψυχοπαθή | το | ψυχοπαθές |
κλητική | ψυχοπαθή(ς) | ψυχοπαθής | ψυχοπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψυχοπαθείς | οι | ψυχοπαθείς | τα | ψυχοπαθή |
γενική | των | ψυχοπαθών | των | ψυχοπαθών | των | ψυχοπαθών |
αιτιατική | τους | ψυχοπαθείς | τις | ψυχοπαθείς | τα | ψυχοπαθή |
κλητική | ψυχοπαθείς | ψυχοπαθείς | ψυχοπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοπαθής < ψυχοπάθεια
Επίθετο[επεξεργασία]
ψυχοπαθής, ής, ές
- άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας