ψυχούδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχούδι τα ψυχούδια
      γενική του ψυχουδιού των ψυχουδιών
    αιτιατική το ψυχούδι τα ψυχούδια
     κλητική ψυχούδι ψυχούδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχούδι < ψυχή + -ούδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχούδι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) μικρό στρογγυλό ψωμάκι, σαν προσφοράκι, που φτιάχνεται την Κυριακή της Τυρινής ή προσφέρεται σε μνημόσυνα και κηδείες
    Πάμπολλα είναι τα έθιμα που ομόρφαιναν την καθημερινή ζωή στον τόπο της Ανδρίτσαινας όπως: του γάμου, των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς με τα κάλαντα, τα αποκριάτικα με τους μασκαράδες και τη χοιροσφαγή, το ψυχούδι, της μεγάλης εβδομάδας με το μάζεμα των λουλουδιών για το ντύσιμο του Επιταφίου... (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]