ψυχούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψίχουλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχούλα οι ψυχούλες
      γενική της ψυχούλας
    αιτιατική την ψυχούλα τις ψυχούλες
     κλητική ψυχούλα ψυχούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχούλα < ψυχ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psiˈxu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χού‐λα
τονικό παρώνυμο: ψίχουλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψυχούλα θηλυκό

  1. (προς ένδειξη συμπάθειας) η ψυχή ενός ανθρώπου
    η ψυχούλα του το ξέρει τι έχει τραβήξει
  2. ο πολύ ευγενικός, ευαίσθητος, τρυφερός και καλοσυνάτος άνθρωπος που θέλει να βοηθάει τους άλλους από καλοσύνη και συμπόνια, που δεν θέλει να βλάπτει ποτέ και κανέναν

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ψυχή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψυχή