ψωμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψωμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψωμώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pso.moˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐μω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ψωμωμένος, -η, -ο
- ο δυναμωμένος μετά από αρρώστια αλλά συνήθως πια, αυτός που είναι γεροδεμένος και έχει πολλούς μυώνες
- ↪ Είχε αρρωστήσει βαριά, αλλά τώρα είναι ψωμωμένος
- ↪ Να αγοράσεις ψωμωμένο αρνί (να έχει πολύ κρέας, να είναι κρεατωμένο)
- ↪ Με τον Παύλο θα τα βάλεις; Αυτός είναι ψωμωμένος. Θα σε στείλει στο νοσοκομείο
- (σπανιότερα) τα ώριμα τρόφιμα, τα γινωμένα
- ↪ τα φασόλια που αγόρασες δεν ήταν καλά ψωμωμένα
- ↪ τα ψωμωμένα σιτάρια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωμωμένος
|