ψωνιστήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωνιστήρι | τα | ψωνιστήρια |
γενική | του | ψωνιστηριού | των | ψωνιστηριών |
αιτιατική | το | ψωνιστήρι | τα | ψωνιστήρια |
κλητική | ψωνιστήρι | ψωνιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψωνιστήρι < ψωνίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψωνιστήρι ουδέτερο
- αναζήτηση πελάτη για εφήμερη ερωτική σχέση επί πληρωμή
- έχω δει να κάνουν ψωνιστήρι στο πάρκο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωνιστήρι
|