ψύξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψύξη οι ψύξεις
      γενική της ψύξης* των ψύξεων
    αιτιατική την ψύξη τις ψύξεις
     κλητική ψύξη ψύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψύξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψύξη < αρχαίο ψῦξις < ψύχω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψύξη θηλυκό

  1. η παραγωγή ψύχους
  2. η πρόκληση μείωσης της θερμοκρασίας
  3. μυαλγία ή νευραλγία που έχει προκληθεί από την έκθεση του σημείου σε χαμηλή θερμοκρασία ή ρεύμα αέρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]