ψώρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψώρα | οι | ψώρες |
γενική | της | ψώρας | — | |
αιτιατική | την | ψώρα | τις | ψώρες |
κλητική | ψώρα | ψώρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψώρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψώρα, φαγούρα και δερματική ασθένεια ανθρώπων, ζώων, φυτών < ψάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψώρα θηλυκό
- δερματική ασθένεια που προκαλείται από ακάρεα και μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο με βασικό σύμπτωμα συνήθως την φαγούρα και τα εξανθήματα, αλλά αποτελεί πλέον κυρίως ασθένεια των ζώων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ορισμένοι ταυτίζουν την ασθένεια κατά λάθος με τη μη μεταδοτική νόσο ψωρίαση που οφείλεται σε γονίδια.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)