ωκεανογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωκεανογράφος < ωκεαν(ός) + -ο- + -γράφος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική océanographe
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωκεανογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που μελετά τους ωκεανούς της Γης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ωκεανογραφικό
- ωκεανογραφία
- → και δείτε τη λέξη ωκεανός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωκεανογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)