ωραιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωραιοποιώ < ωραίος + -ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ωραιοποιώ

  • παρουσιάζω κάτι ως ωραιότερο, καλύτερο απ'όσο πραγματικά είναι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]