ωραιότατα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωραιότατα, υπερθετικός βαθμός του ωραία
Επίρρημα[επεξεργασία]
ωραιότατα
- πολύ ωραία, θαυμάσια
- Ωραιότατα! Αφού βρήκαμε 1.000 ευρώ επιτέλους μπορούμε να πάμε διακοπές
- (ειρωνικά) χαρακτηρισμός κατάστασης που δεν καλύπτει τις προσδοκίες μας
- Ωραιότατα! Αφού πήγες κι έδωσες τις δόσεις στις τράπεζες δεν θα πάμε διακοπές ούτε του χρόνου
- → δείτε τη λέξη ωραία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωραιότατα
|