ωρολογιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωρολογιακός < ωρολόγιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ʝi.aˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ʝi.aˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ʝi.aˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
ωρολογιακός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το ρολόι
- που έχει οργανωθεί κατά ώρες
- που διαθέτει μηχανισμό ρολογιού, ώστε να τίθεται εντός ή εκτός λειτουργίας σε μια καθορισμένη χρονική στιγμή
- ωρολογιακός μηχανισμός (σε βόμβα, γιατί στις συσκευές χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος χρονορρύθμιση ή χρονοδιακόπτης ή περίφραση "έχει ρολόι")
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωρολογιακός
|