ωφελιμισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωφελιμισμός οι ωφελιμισμοί
      γενική του ωφελιμισμού των ωφελιμισμών
    αιτιατική τον ωφελιμισμό τους ωφελιμισμούς
     κλητική ωφελιμισμέ ωφελιμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωφελιμισμός < ωφελιμ(ιστής) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική utilitarianism[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.fe.li.miˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐φε‐λι‐μι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωφελιμισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) θεωρία που ταυτίζει το όφελος με το ηθικά καλό
  2. η στάση του ωφελιμιστή, η νοοτροπία πως ό,τι ωφελεί το άτομο ή την πλειονότητα των ανθρώπων είναι και ηθικό
     συνώνυμα: χρησιμοθηρία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ωφέλιμος και όφελος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]