όγδοο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όγδοο τα όγδοα
      γενική του όγδοου
ογδόου
των όγδοων
ογδόων
    αιτιατική το όγδοο τα όγδοα
     κλητική όγδοο όγδοα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όγδοο < ουδέτερο του όγδοος
σύμβολο του ογδόου (3)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όγδοο ουδέτερο

  1. κάθε ένα από τα οχτώ ίσα μέρη ενός συνόλου
  2. (μουσική) νότα που διαρκεί το ένα όγδοο του μέτρου
    o Άκης Πάνου χρησιμοποίησε εκτεταμένα τον παραδοσιακό ρυθμό εννέα όγδοα της ρεμπέτικης μουσικής
  3. (μουσική) σύμβολο νότας που διαρκεί το ένα όγδοο του μέτρου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

όγδοο