όδευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όδευσις < αρχαία ελληνική ὅδευσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όδευσις θηλυκό