όζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όζα οι όζες
      γενική της όζας
    αιτιατική την όζα τις όζες
     κλητική όζα όζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όζα < γαλλική augée

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όζα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]