όμορφα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όμορφα < όμορφ(ος) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

όμορφα (τροπικό επίρρημα)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • όμορφα όμορφα: χωρίς να ανακύψουν προβλήματα

Επιφώνημα[επεξεργασία]

όμορφα!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

όμορφα