όπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όπα < επέκταση του οπ < τουρκική hop (εμπρός, πήδα!) ηχομιμητικής λέξης.[1]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

όπα

  1. επιφώνημα που χρησιμοποιείται για να εκφράσουμε θαυμασμό, ειρωνεία, ξάφνιασμα
  2. ως συνοδευτικό κινήσεων σε λαϊκούς χορούς
  3. στο ταχτάρισμα μωρών

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • στα όπα όπα: δείχνει ότι φροντίζουμε υπερβολικά κάποιον

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]