όσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

πτώση ενικός
ονομαστική όσος όση όσο
γενική όσου όσης όσου
αιτιατική όσο(ν) όση όσο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική όσοι όσες όσα
γενική όσων όσων όσων
αιτιατική όσους όσες όσα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όσος < αρχαία ελληνική ὅσος

Αντωνυμία[επεξεργασία]

όσος αρσενικό

  1. (αναφορική) δηλώνει όλο το πλήθος, την ποσότητα, το μέγεθος κλπ του προσδιοριζόμενου ονόματος
    όσοι τον άκουσαν ευχαριστήθηκαν (=όλοι αυτοί που τον άκουσαν)
    πήρε λιγότερα λεφτά απ'όσα είχαν συμφωνήσει (από το σύνολο αυτών που είχαν συμφωνήσει)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]