ύελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. το ὕελος τύπος του ὕαλος στα αρχ. ελληνικά. sarri.greek (συζήτηση) 19:13, 26 Ιουλίου 2019 (UTC).


Δείτε επίσης: ὕελος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύελος οι ύελοι
      γενική της υέλου των υέλων
    αιτιατική την ύελο τις υέλους
     κλητική ύελε ύελοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ύελος < αρχαία ελληνική ὕελος / ὕαλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈi.e.los/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ύελος θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]