ώμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε: ώμος, ὦμος, ωμός, ὠμός, όμως, ὅμως

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ώμος οι ώμοι
      γενική του ώμου των ώμων
    αιτιατική τον ώμο τους ώμους
     κλητική ώμε ώμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ώμος < μεσαιωνική ελληνική νῶμος (από τη σύνδεση άρθρου και λέξης, δηλαδή τονώμο= νῶμο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὦμος[1]
Ανθρώπινος ώμος, με το χέρι τεντωμένο στην ευθεία.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈo.mos/
ομόηχο: όμως
τονικό παρώνυμο: ωμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ώμος αρσενικό

  1. το τμήμα του σώματος από τον αυχένα μέχρι το βραχίονα
  2. η άρθρωση του βραχίονα προς το οστό της ωμοπλάτης
  3. το τμήμα του ρούχου που εφάπτεται σε αυτήν την περιοχή του σώματος
    το πουκάμισο θέλει σιδέρωμα στον ώμο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]