быть
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
быть (ru)
Κλίση[επεξεργασία]
μη συνοπτική όψη1 | ||
---|---|---|
απαρέμφατο | ||
ζεύγη ρημάτων | απλό | αυτοπαθές |
μη συνοπτικό | быть | |
συνοπτικό | ||
μέλλοντας | ενικός | πληθυντικός |
α' πρόσ. | бу́ду | бу́дем |
β' πρόσ. | бу́дешь | бу́дете |
γ' πρόσ. | бу́дет | бу́дут |
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
α' πρόσ. | (есмь) | (есмы́) |
β' πρόσ. | (еси́) | (е́сте) |
γ' πρόσ. | есть | (суть) |
προστακτική | будь | бу́дьте |
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής | су́щий | |
μετοχή ενεστώτα παθητικής | ||
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα | бу́дучи | |
παρελθόντας | ενικός | πληθυντικός |
αρσενικό | был | бы́ли |
θηλυκό | была́ | |
ουδέτερο | бы́ло | |
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής | бы́вший | |
μετοχή παρελθόντα παθητικής | ||
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα | быв, бы́вши | |
παράγωγα ουσιαστικά | бытие, существование |
1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"