кола

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

кола (bg)


Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

кола (sr) (λατινική γραφή: kola) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό