красный
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
красный (ru)
- κόκκινο
- кра́сная строка́ — νέα γραμμή, παράγραφος (τυπογραφία)
- αρχαϊκό: ωραία
- кра́сная де́вица - όμορφο κορίτσι