маслина
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
маслина (ru)
- ελιά (ο καρπός του ελαιόδεντρου)
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
маслина (sr) (λατινική γραφή: maslina) θηλυκό
- η ελιά