мороженое
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
мороженое' < морозить
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɐˈro.ʐɨ.nə.jə/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
мороженое (ru) ουδέτερο
мороженое' < морозить
мороженое (ru) ουδέτερο