мост
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
мост (bg) αρσενικό
- η γέφυρα
- κατασκευή που ενώνει δύο σημεία
- προσθετικό κατασκεύασμα για το στόμα
- γυμναστική άσκηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
мост (ru)
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
мост (sr) (λατινική γραφή: most)
Σλαβομακεδονικά (mk)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
мост (mk) αρσενικό
- η γέφυρα