рабочий
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Ρωσικά (ru)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Επίθετο
1.2.1
Παράγωγα
1.2.2
Συγγενικά
Ρωσικά
(ru)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
рабочий
(ru)
αρσενικό
εργάτης
βιομηχανικός
εργάτης
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
рабочий
(ru)
ο σχετικός με την
εργασία
σχετικός με τον
μόχθο
.
рабо́чая
си́ла
—
ανθρώπινη
ισχύς
Παράγωγα
[
επεξεργασία
]
рабочая демонстрация
рабоче-крестьянский
рабочее место
рабочий стол
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
работать дома
работать на заводе
работать
работник
чернорабочий
Κατηγορίες
:
Ρωσική γλώσσα
Ουσιαστικά (ρωσικά)
Επίθετα (ρωσικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
English
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
한국어
Kurdî
Polski
پښتو
Português
Русский
Svenska
தமிழ்
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文