рисунок

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Από την πολωνική λέξη rysunek, που προέρχεται από το rysować

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

рисунок (ru) αρσενικό

  1. το σχέδιο
  2. το υπόδειγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]