сестра
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сестра (bg) θηλυκό
- η αδελφή
- που έχει γεννηθεί από τον ίδιο γονέα με κάποιο άλλο άτομο
- η μοναχή
- η νοσοκόμα, η νοσηλεύτρια
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сестра (ru)
- η αδελφή
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
сестра (sr)
- η αδελφή