схватити
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
схватити (sr) (λατινική γραφή: shvatiti) (shvatiti)
- καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, «βλέπω», «μπαίνω στο νόημα»
схватити (sr) (λατινική γραφή: shvatiti) (shvatiti)