улыбнуться
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
улыбнуться (ru)
- χαμογελώ
- Она́ укра́дкой улыбну́лась, когда́ он упа́л.
- Αυτή χαμογέλασε με δολιότητα όταν εκείνος έπεσε.
- Она́ укра́дкой улыбну́лась, когда́ он упа́л.