чифт

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

чифт < (άμεσο δάνειο) τουρκική çift

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

чифт (bg) αρσενικό