школьник

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

школьник (ru)

  1. ο μαθητής
  2. ο νεαρός που παρακολουθεί το σχολείο