אֵת

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

אֵת (he) (ετ)

  • Πρόθεση που προηγείται ουσιαστικών συνήθως στην αιτιατική ή επικολλάται σε αντωνυμίες

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

אֵת (he) (ετ) αρσενικό