דמשק

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /daˈme.sek/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

דַּמֶּשֶׂק (dammeśeq) θηλυκό