بینگن

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ούρντου (ur)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

بینگن (ur) αρσενικό (bé.ngan)