دستگاه
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
دستگاه (dastgāh)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- تزگاه (tezgâh)
Περσικά (fa)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- دستگاه < دست (dast) + گاه (-gāh)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
دستگاه (fa) (dastgāh)
- μηχανή
- μηχανισμός
- συσκευή
- σύστημα
- (μουσική) τροπικό σύστημα της κλασικής περσικής μουσικής
- πάγκος πωλήσεων
- πάγκος εργασίας
- υγεία, δύναμη