سحلب
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αραβικά (ar)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- سحلب < (ḵuṣa-'ṯ-) ṯa‘lab (είδος ορχιδέας, κυριολεκτικά «όρχεις αλεπούς»)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
سحلب (ar)
- (φυτό) (γαστρονομία) σαλέπι