سكر
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αραβικά (ar)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- سكر < περσική شکر (šakar) < χίντι शर्करा (śarkarā) < σανσκριτικά शर्करा (śarkarā) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
سكر (ar) (súkkar)