ἀατήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀατήρ < ἀάω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀατήρ
  • αυτός που πλήττει, ή βλάπτει με δύναμη