ἀβάκημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβάκημα < ἀβακέω, συνηρημένο ἀβακῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀβάκημα ουδέτερο