ἀβάπτιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβάπτιστος < α- στερητικό και βαπτίζω (εκ του βάπτω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀβάπτιστος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει βραχεί, δεν έχει μπει μέσα σε νερό, αλλά και ο ἀβύθιστος
  2. αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με υγρό
  3. ελληνιστική αυτός που δεν έχει βαπτιστεί, ο αβάπτιστος

Παράγωγα[επεξεργασία]

* ἀβαπτισία

Αντώνυμα[επεξεργασία]

* βαπτισμένος
* εμβαπτισμένος