ἀβάσκανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀβάσκανος, -ος, -ον
- αυτός που δεν πτοείται από επιχειρούμενες σε βάρος του βασκανίες, ο απαλλαγμένος φθόνου