ἀβάσκανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβάσκανος < α- στερητικό και βασκαίνω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀβάσκανος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν πτοείται από επιχειρούμενες σε βάρος του βασκανίες, ο απαλλαγμένος φθόνου

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. ἀβασκάνιστος
  2. ἀβασκάνως