ἀβλάστημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβλάστημα < εκ του ἀβλαστέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀβλάστημα ουδέτερο

  1. κατάσταση φυτού που δεν παρουσιάζει βλαστούς
  2. γενικότερα οποιοδήποτε φυτό που δεν βλασταίνει