ἀβλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀβλής, -ης, (δεν απαντάται σε ουδέτερο)
- αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε σε βολή, ο αμεταχείριστος, συνηθέστερα αναφερόταν σε όπλα, βέλη, πολιορκητική μηχανή κ.λ.π.