ἀβλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβλής < α- στερητικό και βάλλω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀβλής, -ης, (δεν απαντάται σε ουδέτερο)

  1. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε σε βολή, ο αμεταχείριστος, συνηθέστερα αναφερόταν σε όπλα, βέλη, πολιορκητική μηχανή κ.λ.π.

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. ἄβλητος